ακάμμυστος

ακάμμυστος
-η, -ο (Α ἀκάμμυστος, -ον)
1. αυτός που δεν κλείνει τα μάτια, άυπνος, άγρυπνος
2. (οφθαλμός) που δεν κλείνει, ανοιχτός, ακοίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καμμύω < καταμύω «κλείνω τα μάτια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαμμύστοις — ἀκάμμυστος without winking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”